- ενεχυροδανειστικός
- η , ό[ν] ссужающий деньги под залог (о конторе и т. п.); ломбардный;
γραφείον ενεχυροδανειστικόν — ломбард
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γραφείον ενεχυροδανειστικόν — ломбард
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ενεχυροδανειστικός — ή, ό(ν) αυτός που αναφέρεται ή χρησιμεύει στον δανεισμό με ενέχυρο («ενεχυροδανειστικά γραφεία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ενεχυρο(ν) + δανειστικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Παληάνθρωπος] … Dictionary of Greek
ενεχυροδανειστικός — ή, ό που αναφέρεται ή χρησιμεύει στο δανεισμό με ενέχυρα: Ενεχυροδανειστικό γραφείο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)